Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετράχυτρος
τετράχωρος
τετραχῶς
τετράων
τετραώνυμος
τετράωτος
τετρεμαίνω
τέτρημαι
τετρήμερος
τετρήρης
τέτρηχα
τετρίγει
τέτριξ
τετρόγυος
τετρόμματος
τέτρομος
τετρόργυιος
τετρόροφος
τετρούγκιον
τέτροφα
τετρωβολιαῖος
View word page
τέτρηχα
τέτρηχα,
A). v. ταράσσω 111 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέτρηχα
Headword (normalized):
τέτρηχα
Headword (normalized/stripped):
τετρηχα
IDX:
103596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103597
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέτρηχα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">ταράσσω</span> <span class="bibl"> 111 </span>.</div> </div><br><br>'}