Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετραχρονέω
τετραχρονία
τετράχρονος
τετράχυτρος
τετράχωρος
τετραχῶς
τετράων
τετραώνυμος
τετράωτος
τετρεμαίνω
τέτρημαι
τετρήμερος
τετρήρης
τέτρηχα
τετρίγει
τέτριξ
τετρόγυος
τετρόμματος
τέτρομος
τετρόργυιος
τετρόροφος
View word page
τέτρημαι
τέτρημαι,
A). v. τετραίνω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέτρημαι
Headword (normalized):
τέτρημαι
Headword (normalized/stripped):
τετρημαι
IDX:
103593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103594
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέτρημαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τετραίνω</span> .</div> </div><br><br>'}