Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετραχοῦ
τετραχρονέω
τετραχρονία
τετράχρονος
τετράχυτρος
τετράχωρος
τετραχῶς
τετράων
τετραώνυμος
τετράωτος
τετρεμαίνω
τέτρημαι
τετρήμερος
τετρήρης
τέτρηχα
τετρίγει
τέτριξ
τετρόγυος
τετρόμματος
τέτρομος
τετρόργυιος
View word page
τετρεμαίνω
τετρεμαίνω, redupl. form of τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς Moer. p.365 P.; cf. τετραμαίνω.


ShortDef

tremble

Debugging

Headword:
τετρεμαίνω
Headword (normalized):
τετρεμαίνω
Headword (normalized/stripped):
τετρεμαινω
IDX:
103592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103593
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρεμαίνω</span>, redupl. form of <span class="foreign greek">τρέμω, τετρεμαίνειν Ἀττικῶς, τρέμειν Ἑλληνικῶς</span> Moer.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:p.365" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0008.tlg001.perseus-grc1:p.365/canonical-url/"> p.365 </a> P.; cf. <span class="foreign greek">τετραμαίνω</span>.</div><br><br>'}