Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετράφαται
τετράφορος
τετράφυλος
τετράφυον
τέτραχᾰ
τετράχειρ
τετραχῇ
τετραχθά
τετραχίζω
τετραχίτων
τετρᾶχμον
τετραχόθεν
τετραχόθι
τετραχοϊαῖος
τετραχοίνικος
τετράχοος
τετραχορδικός
τετράχορδος
τετραχοῦ
τετραχρονέω
τετραχρονία
View word page
τετρᾶχμον
τετρᾶχμον,
A). v. τετράδραχμον .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετρᾶχμον
Headword (normalized):
τετρᾶχμον
Headword (normalized/stripped):
τετραχμον
IDX:
103574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103575
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρᾶχμον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τετράδραχμον</span> .</div> </div><br><br>'}