Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τέτραφα
τετραφαλαγγάρχης
τετραφαλαγγαρχία
τετραφαλαγγία
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετραφάρμακος
τετράφαται
τετράφορος
τετράφυλος
τετράφυον
τέτραχᾰ
τετράχειρ
τετραχῇ
τετραχθά
τετραχίζω
τετραχίτων
τετρᾶχμον
τετραχόθεν
τετραχόθι
τετραχοϊαῖος
View word page
τετράφυον
τετρά-φυον· τετραπάλαιστον, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετράφυον
Headword (normalized):
τετράφυον
Headword (normalized/stripped):
τετραφυον
IDX:
103567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103568
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρά-φυον·</span> <span class="foreign greek">τετραπάλαιστον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}