Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετράτροχος
τετράτρυφος
τετραυγής
τέτραφα
τετραφαλαγγάρχης
τετραφαλαγγαρχία
τετραφαλαγγία
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετραφάρμακος
τετράφαται
τετράφορος
τετράφυλος
τετράφυον
τέτραχᾰ
τετράχειρ
τετραχῇ
τετραχθά
τετραχίζω
τετραχίτων
τετρᾶχμον
View word page
τετράφαται
τετράφαται, -φατο,
A). v. τρέπω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετράφαται
Headword (normalized):
τετράφαται
Headword (normalized/stripped):
τετραφαται
IDX:
103564
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103565
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετράφαται</span>, <span class="foreign greek">-φατο</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρέπω</span> .</div> </div><br><br>'}