Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετράσωμος
τετρατία
τετράτιος
τετράτομος
τετράτονος
τέτρατος
τετράτροπος
τετράτροχος
τετράτρυφος
τετραυγής
τέτραφα
τετραφαλαγγάρχης
τετραφαλαγγαρχία
τετραφαλαγγία
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετραφάρμακος
τετράφαται
τετράφορος
τετράφυλος
τετράφυον
View word page
τέτραφα
τέτρᾰφα,
A). v. τρέπω and τρέφω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέτραφα
Headword (normalized):
τέτραφα
Headword (normalized/stripped):
τετραφα
IDX:
103557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103558
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέτρᾰφα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τρέπω</span> and <span class="foreign greek">τρέφω</span>.</div> </div><br><br>'}