Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετρασχιδής
τετράσχιστος
τετράσχοινος
τετρασωμία
τετράσωμος
τετρατία
τετράτιος
τετράτομος
τετράτονος
τέτρατος
τετράτροπος
τετράτροχος
τετράτρυφος
τετραυγής
τέτραφα
τετραφαλαγγάρχης
τετραφαλαγγαρχία
τετραφαλαγγία
τετραφάληρος
τετράφαλος
τετραφάρμακος
View word page
τετράτροπος
τετρά-τροπος ἐνιαυτός,
A). with four turning-points, PMag.Lond. 122.79 .


ShortDef

with four turning-points

Debugging

Headword:
τετράτροπος
Headword (normalized):
τετράτροπος
Headword (normalized/stripped):
τετρατροπος
IDX:
103553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103554
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρά-τροπος</span> <span class="foreign greek">ἐνιαυτός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with four turning-points,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PMag.Lond.</span> 122.79 </span>.</div> </div><br><br>'}