Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τετρασσός
τετράστάδιος
τετραστάσιον2
τετραστάτηρος
τετράστεγος
τετραστιχία
τετράστιχος
τετραστοιχεί
τετραστοιχία
τετράστοιχος
τετράστομος
τετράστοον
τετράστυλος
τετρασυλλαβέω
τετρασύλλαβος
τετρασχιδής
τετράσχιστος
τετράσχοινος
τετρασωμία
τετράσωμος
τετρατία
View word page
τετράστομος
τετρά-στομος
,
ον
,
A).
four-edged
,
πέλεκυς
Gal.
2.643
.
ShortDef
four-edged
Debugging
Headword:
τετράστομος
Headword (normalized):
τετράστομος
Headword (normalized/stripped):
τετραστομος
IDX:
103538
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103539
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρά-στομος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">four-edged</span>, <span class="quote greek">πέλεκυς</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 2.643 </span> .</div> </div><br><br>'}