Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετράσειρον
τετράσημος
τετρασίριον
τετράσκαλμος
τετρασκελής
τετράσπαστος
τετραστάσιον1
τετράσσαρον
τετρασσός
τετράστάδιος
τετραστάσιον2
τετραστάτηρος
τετράστεγος
τετραστιχία
τετράστιχος
τετραστοιχεί
τετραστοιχία
τετράστοιχος
τετράστομος
τετράστοον
τετράστυλος
View word page
τετραστάσιον2
τετρα-στάσιον,
A). v. τετράσπαστος .


ShortDef

worth four times (its weight in gold) (?)

Debugging

Headword:
τετραστάσιον2
Headword (normalized):
τετραστάσιον
Headword (normalized/stripped):
τετραστασιον2
IDX:
103530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103531
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρα-στάσιον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τετράσπαστος</span> .</div> </div><br><br>'}