Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιπεριποιητικός
ἀντιπερίσπασμα
ἀντιπερισπασμός
ἀντιπερισπαστός
ἀντιπερίστασις
ἀντιπεριστροφή
ἀντιπερισχίζομαι
ἀντιπεριφορά
ἀντιπεριχωρέω
ἀντιπεριψύχω
ἀντιπεριωθέω
ἀντιπέσσομαι
ἀντίπετρος
ἀντιπήγνυμι
ἀντίπηξ
ἀντιπηρόομαι
ἀντιπήρωσις
ἀντιπίνω
ἀντιπίπτω
ἀντιπιστεύω
ἀντιπιφάσκω
View word page
ἀντιπεριωθέω
ἀντιπερι-ωθέω
,
A).
push
or
press back any surrounding body,
ib.
1005f
:—hence Subst.
ἀντιπερί-ωσις
,
εως
,
ἡ
, ibid.
ShortDef
push
Debugging
Headword:
ἀντιπεριωθέω
Headword (normalized):
ἀντιπεριωθέω
Headword (normalized/stripped):
αντιπεριωθεω
IDX:
10351
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10352
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιπερι-ωθέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">push</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">press back any surrounding body,</span> ib.<span class="bibl"> 1005f </span>:—hence Subst. <span class="orth greek">ἀντιπερί-ωσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, ibid.</div> </div><br><br>'}