Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετράρουρος
τετράρραβδος
τετράρριζος
τετράρρινος
τετράρρυθμος
τετράρρυμος
τετραρχέω
τετράρχης
τετραρχία
τετραρχικός
τέτραρχος
τετράς
τετρᾶς
τετράσειρον
τετράσημος
τετρασίριον
τετράσκαλμος
τετρασκελής
τετράσπαστος
τετραστάσιον1
τετράσσαρον
View word page
τέτραρχος
τέτραρχ-ος, ,
A). = τετράρχης (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέτραρχος
Headword (normalized):
τέτραρχος
Headword (normalized/stripped):
τετραρχος
IDX:
103517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103518
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέτραρχ-ος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τετράρχης</span> (q.v.).</div> </div><br><br>'}