Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιπεριποιέομαι
ἀντιπεριποιητικός
ἀντιπερίσπασμα
ἀντιπερισπασμός
ἀντιπερισπαστός
ἀντιπερίστασις
ἀντιπεριστροφή
ἀντιπερισχίζομαι
ἀντιπεριφορά
ἀντιπεριχωρέω
ἀντιπεριψύχω
ἀντιπεριωθέω
ἀντιπέσσομαι
ἀντίπετρος
ἀντιπήγνυμι
ἀντίπηξ
ἀντιπηρόομαι
ἀντιπήρωσις
ἀντιπίνω
ἀντιπίπτω
ἀντιπιστεύω
View word page
ἀντιπεριψύχω
ἀντιπερι-ψύχω
[ῡ
],
A).
cool
or
chill in turn,
Plu.
2.691f
.
ShortDef
cool
Debugging
Headword:
ἀντιπεριψύχω
Headword (normalized):
ἀντιπεριψύχω
Headword (normalized/stripped):
αντιπεριψυχω
IDX:
10350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10351
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιπερι-ψύχω</span> <span class="foreign greek">[ῡ</span>], <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">cool</span> or <span class="tr" style="font-weight: bold;">chill in turn,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.691f </span>.</div> </div><br><br>'}