Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τετράπεδος
τετράπεζος
τετραπελεθρία
τετραπηχυαῖος
τετράπηχυς
τετραπλασιάζω
τετραπλασιαῖος
τετραπλασιεπιδιμερής
τετραπλάσιος
τετραπλασιότης
τετραπλασίων
τετραπλεθρία
τετράπλεθρος
τετράπλευρος
τετραπλῇ
τετραπλόος
τετράπνης
τετραποδηδόν
τετραπόδης
τετραποδητί
τετραποδία
View word page
τετραπλασίων
τετρᾰπλᾰσί-ων
,
ον
, gen.
ονος
,
A).
=
τετραπλάσιος
,
Dsc.
1.61
.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τετραπλασίων
Headword (normalized):
τετραπλασίων
Headword (normalized/stripped):
τετραπλασιων
IDX:
103474
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103475
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρᾰπλᾰσί-ων</span>, <span class="itype greek">ον</span>, gen. <span class="itype greek">ονος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τετραπλάσιος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 1.61 </span>.</div> </div><br><br>'}