Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τετρακτύς
τετράκυκλος
τετρακυμία
τετράκωλος
τετρακωμία
τετράκωμος
τετράλασσον
τετράλινον
τέτραλιξ
τετραλογία
τέτραλον
τετραμαίνω
τετραμερής
τετραμερία
τετραμέτρητος
τετράμετρος
τετραμηνιαῖος
τετραμήνιος
τετράμηνος
τετραμναῖος
τετράμνους
View word page
τέτραλον
τέτραλον
(post
τετρυχωμένος
)
· τετράϊππον
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τέτραλον
Headword (normalized):
τέτραλον
Headword (normalized/stripped):
τετραλον
IDX:
103425
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103426
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέτραλον</span> (post <span class="foreign greek">τετρυχωμένος</span>)<span class="foreign greek">· τετράϊππον</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}