τετράκωμος
τετρά-κωμος, ὁ,
A). a triumphal song and dance sacred to Heracles and also called τέσσαρες κῶμοι, ap. , 14.618c ; ὁ δὲ τ., τὸ τῆς ὀρχήσεως εἶδος, οὐκ οἶδα εἴ τι προσῆκον ἦν τοῖς Ἀθήνησι τ., οἳ ἦσαν Πειραιεῖς Φαληρεῖς Ξυπεταίονες Θυμοιτάδαι (leg. Θυμαιτ-, cf. IG 22.1598 , 3102 ) ; 4.105 τοῦ τετρακώμου Ἡρακλείου, ἐν ᾧ τοὺς γυμνικοὺς ἀγῶνας ἐτίθεσαν τοῖς Παναθηναίοις s.v. Ἐχελίδαι .