τετράκυκλος
τετρά-κυκλος [ᾰ],,
A). four-wheeled, ἕλκον τ. ἀπήνην ; 24.324 ἄμαξαι ἐσθλαὶ τετράκυκλοι , cf. 9.242 , 1.188 2.63 , Aër. 18 : as Subst., four-wheeled wagon, τροχοὶ τετρακύκλου IG 12.313.116 .[ᾱ only in l.c., where Bentley conjectured τεσσαράκυκλοι.]