Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιπεριάγω
ἀντιπεριαγωγή
ἀντιπεριβάλλω
ἀντιπεριειλέομαι
ἀντιπερίειμι
ἀντιπεριέλκω
ἀντιπεριηχέω
ἀντιπεριΐστημι
ἀντιπεριλαμβάνω
ἀντιπεριπλέω
ἀντιπεριποιέομαι
ἀντιπεριποιητικός
ἀντιπερίσπασμα
ἀντιπερισπασμός
ἀντιπερισπαστός
ἀντιπερίστασις
ἀντιπεριστροφή
ἀντιπερισχίζομαι
ἀντιπεριφορά
ἀντιπεριχωρέω
ἀντιπεριψύχω
View word page
ἀντιπεριποιέομαι
ἀντιπερι-ποιέομαι,
A). express reciprocal action, of certain verbs, A.D. Synt. 429.3 .


ShortDef

express reciprocal action

Debugging

Headword:
ἀντιπεριποιέομαι
Headword (normalized):
ἀντιπεριποιέομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιπεριποιεομαι
IDX:
10340
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10341
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιπερι-ποιέομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">express reciprocal action,</span> of certain verbs, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:429:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0082.tlg004:429.3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">A.D.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Synt.</span> 429.3 </a>.</div> </div><br><br>'}