Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τετρακισεφέβδομος
τετρακισμύριοι
τετρακισχίλιοι
τετρακίων
τετράκλαστος
τετράκληρος
τετράκλινος
τετράκνημος
τετρακόλουρος
κοντα
τετρακόρη
τετρακόρυμβος
τετρακόρωνος
τετρακόσιοι
τετρακοσιοστός
τετρακοστά
τετρακότϋλος
τετρακτύς
τετράκυκλος
τετρακυμία
τετράκωλος
View word page
τετρακόρη
τετρᾰ-κόρη
,
ἡ
, a name of Persephone (
Κόρη
),
Epigr.Gr.
406.11
(Iconium).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τετρακόρη
Headword (normalized):
τετρακόρη
Headword (normalized/stripped):
τετρακορη
IDX:
103408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103409
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετρᾰ-κόρη</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, a name of Persephone (<span class="etym greek">Κόρη</span>), <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Epigr.Gr.</span> 406.11 </span> (Iconium).</div><br><br>'}