Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιπεραλαχεῖν
ἀντιπέραν
ἀντιπέρας
ἀντιπέρηθεν
ἀντιπεριάγω
ἀντιπεριαγωγή
ἀντιπεριβάλλω
ἀντιπεριειλέομαι
ἀντιπερίειμι
ἀντιπεριέλκω
ἀντιπεριηχέω
ἀντιπεριΐστημι
ἀντιπεριλαμβάνω
ἀντιπεριπλέω
ἀντιπεριποιέομαι
ἀντιπεριποιητικός
ἀντιπερίσπασμα
ἀντιπερισπασμός
ἀντιπερισπαστός
ἀντιπερίστασις
ἀντιπεριστροφή
View word page
ἀντιπεριηχέω
ἀντιπερι-ηχέω,
A). echo around, Plu. 2.502d .


ShortDef

echo around

Debugging

Headword:
ἀντιπεριηχέω
Headword (normalized):
ἀντιπεριηχέω
Headword (normalized/stripped):
αντιπεριηχεω
IDX:
10336
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10337
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιπερι-ηχέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">echo around,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.502d </span>.</div> </div><br><br>'}