Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετράεδρος
τετράειδος
τετραέλικτος
τετραελίκωπες
τετραέλιξ
τετραένης
τετράεντον
τετραεξηκοστόν
τετραερμῆς
τετράετα
τετραέτ[ει]α
τετραετηρία
τετραετηρικός
τετραετηρίς
τετραέτηρος
τετραετής
τετραετία
τετραετικός
τετράζευκτος
τετραζυγής
τετράζυγος
View word page
τετραέτ[ει]α
τετραέτ[ει]α, ,
A). v. τετραετία .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετραέτ[ει]α
Headword (normalized):
τετραέτ[ει]α
Headword (normalized/stripped):
τετραετ[ει]α
IDX:
103361
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103362
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετραέτ[ει]α</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τετραετία</span> .</div> </div><br><br>'}