Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τετραγωνίας
τετραγωνίζω
τετραγωνικός
τετραγώνισμα
τετραγωνισμός
τετραγωνοειδής
τετραγωνοπρόσωπος
τετράγωνος
τετραγωνότης
τετραγωνώδης
τετραγωνῳδία
τετραδακτυλιαῖος
τετραδάκτυλος
τετραδαρχέομαι
τετραδαρχία
τετράδειον
τετράδερμα
τετραδικός
τετράδιον
τετράδιος
τετραδίσκιον
View word page
τετραγωνῳδία
τετραγων-ῳδία
,
ἡ
, etym. of
τραγῳδία
, ibid.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τετραγωνῳδία
Headword (normalized):
τετραγωνῳδία
Headword (normalized/stripped):
τετραγωνωδια
IDX:
103334
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103335
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετραγων-ῳδία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, etym. of <span class="foreign greek">τραγῳδία</span>, ibid.</div><br><br>'}