Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τετραγωνιαῖος
τετραγωνίας
τετραγωνίζω
τετραγωνικός
τετραγώνισμα
τετραγωνισμός
τετραγωνοειδής
τετραγωνοπρόσωπος
τετράγωνος
τετραγωνότης
τετραγωνώδης
τετραγωνῳδία
τετραδακτυλιαῖος
τετραδάκτυλος
τετραδαρχέομαι
τετραδαρχία
τετράδειον
τετράδερμα
τετραδικός
τετράδιον
τετράδιος
View word page
τετραγωνώδης
τετραγων-ώδης, ες,
A). = τετραγωνοειδής , v.l. in Sch.D.T. p.18 H.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τετραγωνώδης
Headword (normalized):
τετραγωνώδης
Headword (normalized/stripped):
τετραγωνωδης
IDX:
103333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103334
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τετραγων-ώδης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τετραγωνοειδής</span> , v.l. in Sch.D.T.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:p.18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0722.tlg001:p.18/canonical-url/"> p.18 </a> H.</div> </div><br><br>'}