Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τέταρος
τετάρπετο
τεταρταΐζω
τεταρταϊκός
τεταρταῖος
τεταρτεύς
τεταρτημοριαῖος
τεταρτημόριον
τεταρτημόριος
τεταρτημορίς
τεταρτηρόν
τεταρτήχωρον
τεταρτικός
τεταρτολογέω
τεταρτομερίτης
τεταρτομοιρία
τεταρτονεικοστή
τεταρτοπώλης
τέταρτος
τετάσθην
τετευχῆσθαι
View word page
τεταρτηρόν
τεταρτηρόν
,
τό
, a measure of capacity,
PGot.
17.12
, al. (vi/vii A.D.).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τεταρτηρόν
Headword (normalized):
τεταρτηρόν
Headword (normalized/stripped):
τεταρτηρον
IDX:
103280
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103281
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεταρτηρόν</span>, <span class="gen greek">τό</span>, a measure of capacity, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PGot.</span> 17.12 </span>, al. (vi/vii A.D.).</div><br><br>'}