Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τεσσαρεσκαιδεκάπηχυς
τεσσαρεσκαιδεκάσημος
τεσσαρεσκαιδεκασύλλαβος
τεσσαρεσκαιδεκαταῖος
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσεδάριος
τεσσερακαιεβδο[μη]κοντούτης
τεσσεράκοντα
τέσσερες
τεσσίχου
τεσσοῦτος
τεταγμένως
τεταγών
τεταμένως
τεταμιευμένως
τετανικός
τετανόθριξ
τετανός
τέτανος
τετανόω
View word page
τεσσίχου
τεσσίχου· τὸ μικρόν, Hsch. (Fort. τεσσίχον· οὕτω μικρόν: perh. a dial. form of Τοσσίχον, cf. ὁσσίχος, with τε- as in τέουτος, τεσσοῦτος.)


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τεσσίχου
Headword (normalized):
τεσσίχου
Headword (normalized/stripped):
τεσσιχου
IDX:
103255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103256
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεσσίχου·</span> <span class="foreign greek">τὸ μικρόν</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (Fort. <span class="foreign greek">τεσσίχον· οὕτω μικρόν</span>: perh. a dial. form of <span class="foreign greek">Τοσσίχον</span>, cf. <span class="foreign greek">ὁσσίχος</span>, with <span class="foreign greek">τε-</span> as in <span class="foreign greek">τέουτος, τεσσοῦτος</span>.)</div><br><br>'}