Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τεσσαρεσκαιδεκάμηνον
τεσσαρεσκαιδεκάπηχυς
τεσσαρεσκαιδεκάσημος
τεσσαρεσκαιδεκασύλλαβος
τεσσαρεσκαιδεκαταῖος
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσεδάριος
τεσσερακαιεβδο[μη]κοντούτης
τεσσεράκοντα
τέσσερες
τεσσίχου
τεσσοῦτος
τεταγμένως
τεταγών
τεταμένως
τεταμιευμένως
τετανικός
τετανόθριξ
τετανός
τέτανος
View word page
τέσσερες
τέσσερες, οἱ, αἱ , -ρα,, Ion. and later Gr. for τέσσαρες (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέσσερες
Headword (normalized):
τέσσερες
Headword (normalized/stripped):
τεσσερες
IDX:
103254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103255
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέσσερες</span>, <span class="gen greek">οἱ</span>, <span class="gen greek">αἱ</span> <span class="foreign greek">, -ρα,</span>, Ion. and later Gr. for <span class="foreign greek">τέσσαρες</span> (q.v.).</div><br><br>'}