Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τεσσαρεσκαιδεκάεδρον
τεσσαρεσκαιδεκαέτης
τεσσαρεσκαιδεκάκις
τεσσαρεσκαιδεκάμηνον
τεσσαρεσκαιδεκάπηχυς
τεσσαρεσκαιδεκάσημος
τεσσαρεσκαιδεκασύλλαβος
τεσσαρεσκαιδεκαταῖος
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσεδάριος
τεσσερακαιεβδο[μη]κοντούτης
τεσσεράκοντα
τέσσερες
τεσσίχου
τεσσοῦτος
τεταγμένως
τεταγών
τεταμένως
τεταμιευμένως
τετανικός
View word page
τεσσεδάριος
τεσσεδάριος
,
ὁ
, prob.
A).
=
τεσσαράριος
or
ἐσσεδάριος
, a kind of gladiator,
Supp.Epigr.
2.555
(Caria).
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τεσσεδάριος
Headword (normalized):
τεσσεδάριος
Headword (normalized/stripped):
τεσσεδαριος
IDX:
103251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103252
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεσσεδάριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, prob. <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τεσσαράριος</span> or <span class="foreign greek">ἐσσεδάριος</span>, a kind of gladiator, <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Supp.Epigr.</span> 2.555 </span> (Caria).</div> </div><br><br>'}