Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τεσσαρεσκαιδεκάγωνος
τεσσαρεσκαιδεκάεδρον
τεσσαρεσκαιδεκαέτης
τεσσαρεσκαιδεκάκις
τεσσαρεσκαιδεκάμηνον
τεσσαρεσκαιδεκάπηχυς
τεσσαρεσκαιδεκάσημος
τεσσαρεσκαιδεκασύλλαβος
τεσσαρεσκαιδεκαταῖος
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσεδάριος
τεσσερακαιεβδο[μη]κοντούτης
τεσσεράκοντα
τέσσερες
τεσσίχου
τεσσοῦτος
τεταγμένως
τεταγών
τεταμένως
τεταμιευμένως
View word page
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσᾰρεσκαιδεκέτης, ες,
A). fourteen years old, Plu. Aem. 35 : fem. in the form τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις (q.v.); cf. τεσσαρακαιδεκέτης.


ShortDef

fourteen years old

Debugging

Headword:
τεσσαρεσκαιδεκέτης
Headword (normalized):
τεσσαρεσκαιδεκέτης
Headword (normalized/stripped):
τεσσαρεσκαιδεκετης
IDX:
103250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103251
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεσσᾰρεσκαιδεκέτης</span>, <span class="itype greek">ες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">fourteen years old</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg019:35" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0007.tlg019:35/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Aem.</span> 35 </a>: fem. in the form <span class="orth greek">τεσσᾰρεσκαιδεκα-δεκαέτις</span> (q.v.); cf. <span class="foreign greek">τεσσαρακαιδεκέτης</span>.</div> </div><br><br>'}