Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τεσσαρακοστός
τεσσαράμηνον
τεσσαράριος
τεσσαρασκαιδέκατος
τέσσαρες
τεσσαρεσκαίδεκα
τεσσαρεσκαιδεκάγωνος
τεσσαρεσκαιδεκάεδρον
τεσσαρεσκαιδεκαέτης
τεσσαρεσκαιδεκάκις
τεσσαρεσκαιδεκάμηνον
τεσσαρεσκαιδεκάπηχυς
τεσσαρεσκαιδεκάσημος
τεσσαρεσκαιδεκασύλλαβος
τεσσαρεσκαιδεκαταῖος
τεσσαρεσκαιδέκατος
τεσσαρεσκαιδεκέτης
τεσσεδάριος
τεσσερακαιεβδο[μη]κοντούτης
τεσσεράκοντα
τέσσερες
View word page
τεσσαρεσκαιδεκάμηνον
τεσσᾰρεσκαιδεκά-μηνον
[
κᾰ],
,
A).
period of fourteen months, PCair. Zen.
507.25
(iii B.C., abbrev.).
ShortDef
period of fourteen months
Debugging
Headword:
τεσσαρεσκαιδεκάμηνον
Headword (normalized):
τεσσαρεσκαιδεκάμηνον
Headword (normalized/stripped):
τεσσαρεσκαιδεκαμηνον
IDX:
103244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103245
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεσσᾰρεσκαιδεκά-μηνον</span> [<span class="foreign greek">κᾰ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">period of fourteen months, PCair. Zen.</span> <span class="bibl"> 507.25 </span> (iii B.C., abbrev.).</div> </div><br><br>'}