Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τέρψις
τερψίφρων
Τερψιχόρη
Τερψίχορος
τεσσαράβοιος
τεσσαρακαίδεκα
τεσσαρακαιδεκάδωρος
τεσσαρακαιδέκατος
τεσσαρακαιδεκέτης
τεσσαρακαιδεκαετής
τεσσαρακαιεικοσίπους
τεσσαρακονθήμερος
τεσσαράκοντα
τεσσαρακονταδραχμιαία
τεσσαρακονταδύο
τεσσαρακονταεννέα
τεσσαρακονταετής
τεσσαρακονταετία
τεσσαρακοντακαιπεντάκις
τεσσαρακοντακαιπεντακισχιλιοστός
τεσσαρακοντάκις
View word page
τεσσαρακαιεικοσίπους
τεσσᾰρᾰκαι-εικοσίπους [σῐ], πουν, gen. ποδος, in form τεττ-,
A). twenty-four feet long, IG 12.373.62 .


ShortDef

twenty-four feet long

Debugging

Headword:
τεσσαρακαιεικοσίπους
Headword (normalized):
τεσσαρακαιεικοσίπους
Headword (normalized/stripped):
τεσσαρακαιεικοσιπους
IDX:
103209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103210
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεσσᾰρᾰκαι-εικοσίπους</span> [<span class="foreign greek">σῐ], πουν</span>, gen. <span class="itype greek">ποδος</span>, in form <span class="orth greek">τεττ-</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">twenty-four feet long,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">IG</span> 12.373.62 </span>.</div> </div><br><br>'}