Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
ἀντιπαροδεύω
ἀντιπαρονομάζομαι
ἀντιπαρρησιάζομαι
ἀντιπαρῳδέω
ἀντιπαρωνυμέομαι
ἀντιπάσχω
ἀντιπαταγέω
ἀντιπατάσσω
ἀντιπατέω
ἀντιπατρίς
ἀντιπειστικός
ἀντιπελαργέω
ἀντιπέμπω
ἀντίπεμψις
ἀντιπενθής
ἀντιπεπόνθησις
ἀντιπέρᾱ
ἀντιπεραίνομαι
ἀντιπέραιος
ἀντιπεραλαχεῖν
ἀντιπέραν
View word page
ἀντιπειστικός
ἀντιπειστικός
,
ή
,
όν
,
A).
availing to persuade to the contrary, An.Bachm.
2.291
.
ShortDef
availing to persuade to the contrary
Debugging
Headword:
ἀντιπειστικός
Headword (normalized):
ἀντιπειστικός
Headword (normalized/stripped):
αντιπειστικος
IDX:
10317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10318
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιπειστικός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">availing to persuade to the contrary, An.Bachm.</span> <span class="bibl"> 2.291 </span>.</div> </div><br><br>'}