Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τέρμινθος
τερμινθοφάγος
τερμιόεις
τέρμιος
τέρμις
τερμοδρομέω
τερμονίζω
τερμόνιος
τερμοσύνη
τέρμων
τέρνακα
τέρος
τερπικέραυνος
τερπνός
τερπνότης
τέρπος
τερπός
τερπότραμις
τέρπω
τερπωλή
τερπών
View word page
τέρνακα
τέρνακα· τῆς κάκτου τοῦ φυτοῦ καυλός, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέρνακα
Headword (normalized):
τέρνακα
Headword (normalized/stripped):
τερνακα
IDX:
103172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103173
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέρνακα·</span> <span class="foreign greek">τῆς κάκτου τοῦ φυτοῦ καυλός</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}