τέρθρον
τέρθρον, τό, prop.
A). the end of the sail-yard, , ; cf. 19.145 τέρθριος.
II). generally, end, extremity, ῥινῶν ἔσχατα τ. , cf. 100.4 ; 2.134 αἶψα δὲ τέρθρον ἵκοντο .. Οὐλύμποιο its summit, ( v.l. 322 ἵκοντο κάρηνα ).
2). extremity, crisis, in a disease, ἐπὴν τὸ τ. ᾖ τοῦ πάθεος Mul. 2.125 ( v.l. τὸ στερεόν ), cf. and l.c.: hence, the end, i.e. death, Fr. 371 . (Cf. τέρμα.)