τερετίζω
τερετ-ίζω,
A). hum a tune, τερετιῶ τι πτιστικόν , cf. 14 H., p.7 Pr. 918a30 , , 9.4 ; 3.55 πρὸς τὸ δίχορδον τ. ; 1.34 αὐτὸς αὑτῷ τ. Char. 27.15 :— Pass., Mus. p.99 K.
2). tunitter, of swallows,
3). accompany with the voice, = τὸ αὐτὸ μέλος ᾄδειν , ,
II). talk idly, prattle, : cf. 1.23 συντερ-. (Onomatop.)