Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τερβινθεύς
τερεβινθίζω
τερεβίνθινος
τερεβινθώδης
τέρεινος
τερείτης
τερεμίνθινος
τέρεμνον
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τερέτριον
τέρετρον
τερέω
τερηδονίζομαι
τερηδονισμός
View word page
τερεμίνθινος
τερεμίνθ-ινος, τερέμινθ-ος,
A). v. τερμίνθινος, τέρμινθος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τερεμίνθινος
Headword (normalized):
τερεμίνθινος
Headword (normalized/stripped):
τερεμινθινος
IDX:
103131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103132
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τερεμίνθ-ινος</span>, <span class="orth greek">τερέμινθ-ος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τερμίνθινος, τέρμινθος</span> .</div> </div><br><br>'}