Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τερβινθεύς
τερεβινθίζω
τερεβίνθινος
τερεβινθώδης
τέρεινος
τερείτης
τερεμίνθινος
τέρεμνον
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τερέτριον
τέρετρον
τερέω
View word page
τέρεινος
τέρεινος, collat. form of τέρην, restored by Salmas. in Anacreont. 53.2 , for τερινόν.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέρεινος
Headword (normalized):
τέρεινος
Headword (normalized/stripped):
τερεινος
IDX:
103129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103130
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέρεινος</span>, collat. form of <span class="foreign greek">τέρην</span>, restored by Salmas. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Anacreont.</span> 53.2 </span>, for <span class="foreign greek">τερινόν</span>.</div><br><br>'}