Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τερβινθεύς
τερεβινθίζω
τερεβίνθινος
τερεβινθώδης
τέρεινος
τερείτης
τερεμίνθινος
τέρεμνον
τερενόχρως
τερετίζω
τερέτισμα
τερετισμός
τερέτριον
View word page
τερεβίνθινος
τερεβίνθ-ῐνος, τερέβινθος,
A). v. τερμίνθινος, τέρμινθος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τερεβίνθινος
Headword (normalized):
τερεβίνθινος
Headword (normalized/stripped):
τερεβινθινος
IDX:
103127
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103128
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τερεβίνθ-ῐνος</span>, <span class="orth greek">τερέβινθος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τερμίνθινος, τέρμινθος</span> .</div> </div><br><br>'}