Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τερατόλογος
τερατόμορφος
τερατόομαι
τερατοποιία
τερατοποιός
τερατοπρόσωπος
τερατοσκοπία
τερατοσκόπος
τερατοτοκέω
τερατουργέω
τερατούργημα
τερατουργία
τερατουργός
τερατώδης
τερατωπός
Τερβινθεύς
τερεβινθίζω
τερεβίνθινος
τερεβινθώδης
τέρεινος
τερείτης
View word page
τερατούργημα
τερᾰτούργ-ημα, ατος, τό,
A). miracle, Suid. s.v. Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης .


ShortDef

miracle

Debugging

Headword:
τερατούργημα
Headword (normalized):
τερατούργημα
Headword (normalized/stripped):
τερατουργημα
IDX:
103120
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103121
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τερᾰτούργ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">miracle</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Διονύσιος ὁ Ἀρεωπαγίτης</span> .</div> </div><br><br>'}