τέμμαι
τέμμαι· τείνει, ( τίνι cj. F. de Saussure, comparing τέμμαι with Avest. čαημāι, dat. of κα-, interrog.-indef. pron.: τίνει M. Schmidt): τέμμειν· πείθειν, τιμᾶν, ἡγεῖσθαι, Id. τέμματα· στεφανώματα, Id. (Perh. Lacon. for στέμματα.)