Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τέμενες
τεμενίζω
τεμενικός
τεμένιος
τεμένισμα
τεμενίτης
Τεμενῖτις
τέμενος
τεμενουρός
τεμενοῦχος
τεμενωρός
Τεμέση
τέμμαι
τέμνω1
τέμνω2
Τέμπεα
Τεμπείτης
Τεμπικός
Τεμπόθεν
τεμποῦροι
Τεμπώδης
View word page
τεμενωρός
τεμεν-ωρός,
A). v. τεμενουρός .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τεμενωρός
Headword (normalized):
τεμενωρός
Headword (normalized/stripped):
τεμενωρος
IDX:
103039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103040
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τεμεν-ωρός</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τεμενουρός</span> .</div> </div><br><br>'}