Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀντιπαρεισαγωγή
ἀντιπαρέκτασις
ἀντιπαρεκτείνομαι
ἀντιπαρεξάγω
ἀντιπαρεξαγωγή
ἀντιπαρέξειμι
ἀντιπαρεξέρχομαι
ἀντιπαρεξετάζω
ἀντιπαρέρχομαι
ἀντιπαρέχω
ἀντιπαρηγορέω
ἀντιπαρήκω
ἀντιπαριππεύω
ἀντιπαρίστημι
ἀντιπαροδεύω
ἀντιπαρονομάζομαι
ἀντιπαρρησιάζομαι
ἀντιπαρῳδέω
ἀντιπαρωνυμέομαι
ἀντιπάσχω
ἀντιπαταγέω
View word page
ἀντιπαρηγορέω
ἀντιπαρ-ηγορέω,
A). persuade, comfort in turn, Plu. 2.118a .


ShortDef

persuade, comfort in turn

Debugging

Headword:
ἀντιπαρηγορέω
Headword (normalized):
ἀντιπαρηγορέω
Headword (normalized/stripped):
αντιπαρηγορεω
IDX:
10303
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-10304
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀντιπαρ-ηγορέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">persuade, comfort in turn,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.118a </span>.</div> </div><br><br>'}