τεμενικός
τεμεν-ικός, ή, όν,
A). of or for a τέμενος, (dub.); 12 τεμενικόν,, name of the temple of so-and-so, St.Byz. s.v. Ἰσεῖον . EM 278.35 .
II). τ. πρόσοδοι the rent of τεμένη, ap. s.v. ἀπὸ μισθωμάτων; ὁ τ. λόγος , title of speech by Isaeus, Harp. s.v. ἅμιπποι .