Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τέλωρ
τελώριος
τεμαχί
τεμαχίζω
τεμάχιον
τεμαχισμός
τεμαχιστός
τεμαχίτης
τεμαχοπώλης
τέμαχος
τέμενες
τεμενίζω
τεμενικός
τεμένιος
τεμένισμα
τεμενίτης
Τεμενῖτις
τέμενος
τεμενουρός
τεμενοῦχος
τεμενωρός
View word page
τέμενες
τέμενες,
A). v. τέμενος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέμενες
Headword (normalized):
τέμενες
Headword (normalized/stripped):
τεμενες
IDX:
103029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-103030
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέμενες</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τέμενος</span> .</div> </div><br><br>'}