τέλομαι
τέλομαι,
A). = ἔσομαι , SIG 527.46 (Drerus, iii B.C.); τέλεται, = ἔσται , GDI 5040.67 (Hierapytna): also 3 sg. τένται Abh.Berl.Akad. 1925 ( 5 ). 21 , Berl.Sitzb. 1927.158 , 164 (all Cyrene): cf. συντέλομαι.( Dor. form of πέλομαι.)