τελεστικός
τελες-τικός, ή, όν,
A). fit for finishing or accomplishing, Phgn. 813a4 ; τελεστικὸς τῶν ἁπάντων bringing to fulfilment, . 60
2). connected with mystic rites, μαντικὸς ἢ τ. βίος Phdr. 248d ; Διονύσου τ. ἐπίπνοια ib. 265b ; τ. σοφία Sol. 12 ; θρῆνος Her. 19.14 ; τ. καὶ μυστικόν NA 2.42 .
3). τελεστικόν,, payment for admission to a priesthood, OGI 90.16 (Rosetta, ii B.C.).
4). τελεστικά,, name of a ceremony, dub. l. in Jahresh. 26 Beibl. 17 (Ephesus).