Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
τελεσιάς
τελεσίδρομος
τελεσίερος
τελεσικαρπέω
τελέσιος
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργία
τελεσιουργός
τέλεσις
τελεσιφάντης
τελεσίφρων
τελέσκω
τέλεσμα
τελεσμός
τελεσσίγαμος
τελεσσίγονος
τελεσσιδώτειρα
τελεσσίερος
τελεσσίνοος
τελεσσίτοκος
View word page
τελεσιφάντης
τελεσῐφάντης
(
-φάστας
cod.),
ου
,
ὁ
,
A).
=
ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
τελεσιφάντης
Headword (normalized):
τελεσιφάντης
Headword (normalized/stripped):
τελεσιφαντης
IDX:
102950
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102951
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τελεσῐφάντης</span> (<span class="foreign greek">-φάστας</span> cod.), <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ἱεροφάντης, ὀργιοφάντης</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}