Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τελείωμα
τελείωσις
τελειωτής
τελειωτικός
Τελενικίζω
τελεογονέω
τελεοδρομέω
τελεοδρόμος
τελεοκαρπέω
τελεόμηνος
τέλεος
τελεσιάζω
τελεσιάς
τελεσίδρομος
τελεσίερος
τελεσικαρπέω
τελέσιος
τελεσιουργέω
τελεσιούργημα
τελεσιουργία
τελεσιουργός
View word page
τέλεος
τέλεος, τελεότης, τελεόω,
A). v. τέλειος, τελειότης, τελειόω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τέλεος
Headword (normalized):
τέλεος
Headword (normalized/stripped):
τελεος
IDX:
102938
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102939
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τέλεος</span>, <span class="orth greek">τελεότης</span>, <span class="orth greek">τελεόω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τέλειος, τελειότης, τελειόω</span> .</div> </div><br><br>'}