Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τελειόγονος
τελειοκαρπέω
τελειοποιέω
τέλειος
τελειότης
τελεότης
τελειοτοκέω
τελειοτόκος
τελειουργέω
τελειόω
τελείω
τελείωμα
τελείωσις
τελειωτής
τελειωτικός
Τελενικίζω
τελεογονέω
τελεοδρομέω
τελεοδρόμος
τελεοκαρπέω
τελεόμηνος
View word page
τελείω
τελεί-ω, Ep. for τελέω (q.v.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τελείω
Headword (normalized):
τελείω
Headword (normalized/stripped):
τελειω
IDX:
102927
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102928
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τελεί-ω</span>, Ep. for <span class="foreign greek">τελέω</span> (q.v.).</div><br><br>'}