Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τελειάζω
τελειογονέω
τελειογονία
τελειόγονος
τελειοκαρπέω
τελειοποιέω
τέλειος
τελειότης
τελεότης
τελειοτοκέω
τελειοτόκος
τελειουργέω
τελειόω
τελείω
τελείωμα
τελείωσις
τελειωτής
τελειωτικός
Τελενικίζω
τελεογονέω
τελεοδρομέω
View word page
τελειοτόκος
τελειο-τόκος, ον,
A). = τελεσφόρος, ἐνιαυτοί IG 9(1).874 (Corc., ii B.C.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τελειοτόκος
Headword (normalized):
τελειοτόκος
Headword (normalized/stripped):
τελειοτοκος
IDX:
102924
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102925
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">τελειο-τόκος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">τελεσφόρος, ἐνιαυτοί</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(1).874 </span> (Corc., ii B.C.).</div> </div><br><br>'}