Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

τελαμωνίζω
Τελαμώνιοι
τελάρχης
τελάσσαι
τέλβω
τελδαίνειν
τελεάρχης
τελέαρχος
τελέεις
τελέθω
τελειάζω
τελειογονέω
τελειογονία
τελειόγονος
τελειοκαρπέω
τελειοποιέω
τέλειος
τελειότης
τελεότης
τελειοτοκέω
τελειοτόκος
View word page
τελειάζω
*τελειάζω,
A). v. τελιάζω .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
τελειάζω
Headword (normalized):
τελειάζω
Headword (normalized/stripped):
τελειαζω
IDX:
102914
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-102915
Key:

Data

{'content': '<div class="entry">*<span class="orth greek">τελειάζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">τελιάζω</span> .</div> </div><br><br>'}